- επειλύω
- ἐπειλύω (AM)1. κρύβω κάτι, σκεπάζω2. μέσ. ἐπειλύομαικρύβομαι, καλύπτω τον εαυτό μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ειλύω «περιτυλίσσω, σκεπάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπειλύω — ἐπειλύ̱ω , ἐπί εἰλύω enfold pres subj act 1st sg ἐπειλύ̱ω , ἐπί εἰλύω enfold pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)